- ευφέγγεια
- εὐφέγγεια, ἡ (Α) [ευφευγής]φωταύγεια, φωτεινότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐφέγγειαν — εὐφέγγεια brilliancy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφεγγής — εὐφεγγής, ές (Α) 1. αυτός που φέγγει καλά, ο λαμπρός, ο φωτεινός («ἡμέρα... εὐφεγγὴς ἰδεῑν», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐφεγγές η ευφέγγεια* 3. φρ. «εὐφεγγέας ποιῶ» (για τοίχο) ασπρίζω («δύο τοίχους εὐφεγγέας ποιεῑν», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek